Στις 12 Απριλίου πήραμε την πτήση για Κωνσταντινούπολη , η συνολική διάρκεια της οποίας ήταν μόλις μια ώρα από τα ελληνικά εδάφη. Πρώτη φορά προς αυτό τον προορισμό, ενώ η απόσταση είναι, πράγματι, μικρή. Τόσο κοντά, μα τόσο μακριά.
Σε αυτό το ταξίδι δε νιώσαμε ποτέ μόνοι. Από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στη γείτονα χώρα μέχρι και πριν μπούμε στο αεροπλάνο για να επιστρέψουμε, πάντα κάποιος «μας είχε στο νου του». Ο κάποιος είχε πολλά πρόσωπα κι άλλοτε έμοιαζε με ένα μέλος του οργανισμού υποδοχής , άλλοτε με την αρχηγό της ελληνικής αποστολής , τη Ράνια, άλλοτε με ένα συμμετέχοντα που θα σε αναζητούσε και θα νοιαζόταν ακόμη κι αν σε ήξερε λίγες ώρες ή μέρες.
Οι πρώτες εικόνες από την Ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης , όπου βρισκόταν το εξαιρετικό ξενοδοχείο που θα υλοποιούταν το πρόγραμμα, ήταν πολύ οικείες . Φαγητά και μυρωδιές που έμοιαζαν ελληνικές, άνθρωποι ζεστοί και χαμογελαστοί, ένας συνδυασμός σύγχρονου αστικού τοπίου με σπαράγματα από το παρελθόν να το καταστούν τόσο ιδιαίτερο.
Σκοπός του προγράμματος ο οποίος διαιρούταν σε επιμέρους εκπαιδευτικούς στόχους, ήταν η σε βάθος κατανόηση του προσφυγικού θέματος, που είναι πάντα επίκαιρο.
Εν έτει 2018 υπάρχουν άνθρωποι που δε γνωρίζουν ή δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σχετικά με ένα τόσο σημαντικό θέμα που αφορά την κοινωνία μας και κάθε κοινωνία. Ανάμεσά τους και κάποιοι από εμάς. Ωστόσο, είχαμε τη δυνατότητα να ενημερωθούμε και να ενημερώσουμε, με εκτενείς παρουσιάσεις, για την κατάσταση που επικρατεί και τις πολιτικές των χωρών που δέχονται αθρόα κύματα μεταναστών και προσφύγων.
Μια συγκινητική κι ανεπανάληπτη στιγμή του προγράμματος, που χρήζει ιδιαίτερης μνείας, ήταν η συνάντησή μας με μια οικογένεια από τη Συρία. Οι γονείς μοιράστηκαν μαζί μας τις εμπειρίες τους από τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και τα παιδιά μοιράστηκαν τα όνειρά τους.
Με ιδιαίτερη προθυμία απήντησαν σε όλες μας τις ερωτήσεις ακόμη κι αν άγγιζαν ευαίσθητες κι αμαυρωμένες στιγμές της ζωής τους.
Το πρόγραμμα διανθίστηκε με την επίσκεψή μας στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Η Αγία Σοφία, το Μπλε Τζαμί, το Τοπ Καπί , το Grand Bazaar και το Spicy Bazaar ήταν κάποιοι από τους σταθμούς της εξόρμησής μας. Οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά και μαζί κι ο ουρανίσκος μας μετά από αυτά που δοκιμάσαμε, αφού οι γείτονες αγαπούν τα μπαχαρικά και τα χρησιμοποιούν σε κάθε ευκαιρία
Πέρα από τα τούρκικα φαγητά, δοκιμάσαμε και λιχουδιές που είχαν φέρει από τις χώρες τους οι άλλοι συμμετέχοντες.
Ως Έλληνες κι έχοντας τον τίτλο των καλοφαγάδων , φέραμε χαλβά, παστέλια κι ελληνικά τυριά, προετοιμάσαμε ελληνική σαλάτα και κρητικό ντάκο και δε διστάσαμε να τους προσφέρουμε τζατζίκι, που φτιάξαμε την ίδια μέρα.
Στην Ελληνική βραδιά την τιμητική του είχε και το συρτάκι , ήχος γνώριμος για περισσότερους από όσους νομίζαμε. Τα βράδια ξεχνούσαμε την κούραση που είχαν επιφέρει οι απαιτήσεις του προγράμματος και διασκεδάζαμε όλοι μαζί αναμειγνύοντας τα πολιτισμικά μας υπόβαθρα.
Στις 19 Απριλίου το πρόγραμμα τελείωσε , μαζί και το ταξίδι. Αυτό το ταξίδι δεν ήταν μόνο για αναψυχή , δεν ήταν μόνο για την περαιτέρω ευαισθητοποίησή μας πάνω στο προσφυγικό, καθώς πέρα από όλα αυτά μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε τις προκαταλήψεις απέναντι στους Τούρκους που συνθέτουν την ιδιοσυγκρασία του σύγχρονου Έλληνα. Τελικά, είναι περισσότερα αυτά που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν: ο μπακλαβάς , ο ελληνικός / τουρκικός καφές, ο χαλβάς , το κεμπάπ και τα λουκούμια, κι η λίστα συνεχίζεται καταστρέφοντας τα στερεότυπα, γκρεμίζοντας τα σύνορα, γεφυρώνοντας τις διαφορές.
Ποιος να το πίστευε πως ένα απλό «ναι» , μια συγκατάβαση, μια θετική απόκριση στην πρόταση συμμετοχής από την AID για ακόμη ένα πρόγραμμα Erasmus + , θα γέμιζε βαλίτσες με αναμνήσεις και θα ζωντάνευε τόσα όνειρα!

AID group: Βασιλική Λαμπρινού, Μαρία Χαραλαμπίδου, Ουρανία Ράπτη